
«Κύριε, όχι μ’ αυτούς.
Ας γίνει αλλιώς το θέλημά Σου»
Υστερόγραφο, Γ. Σεφέρης
Πως φτάσαμε εδώ, στη μεγάλη αρένα, δεν το θυμάμαι. Και ούτε που έχει πια σημασία. Άλλοι ήλθαμε εθελοντικά, άλλοι «δι’ επαγγελματικούς λόγους», άλλοι πισθάγκωνα δεμένοι κι οι πιο αφελείς πιστεύοντας πως πάμε σε γιορτή. Στοιχισμένοι πίσω από τον Κασουλίδη, με τα εθνικόφρονα σωματεία, τον Αρχιεπίσκοπο, τους αγωνιστές και τους απογόνους τους. Ζυγισμένοι πίσω από το Χριστόφια, παρέα με το ΔΗΚΟ, τα 3 Υπουργεία, την ΟΜΟΝΟΙΑ, τον κ. Νικολάου. Από τον αυτοκρατορικό θρόνο ο Τάσσος χασκογελάει με την πολιτική παρτούζα. Καλωσορίσατε στο 1950!
Και τώρα είμαστε όλοι μέσα, αριστεροί της πλάκας και οι δεξιοί της σημαίας, οι χριστιανοί και τα λιοντάρια, οι μέτοικοι και οι μετανάστες, οι δεσμώτες και οι δεσμοφύλακες, οι πραίτορες, οι αρχιερείς, οι γενικοί γραμματείς, οι λακέδες μαζί με τους αιχμαλώτους, τους είλωτες, τους μουζίκους, τους ισοβίτες, τα κλεφτρόνια, τα πρεζόνια, τους άνεργους. Όλοι θεατές, όλοι μελλοθάνατοι. Όλοι εναντίον όλων.
Πρώην σύμμαχοι, ομόδοξοι και ομοϊδεάτες, ομόσταυλοι και ομοιοπαθείς αλληλοσφάζονται με τον πιο άγριο τρόπο. Ούτε τον αντίπαλό σου δεν μπορείς πλέον να επιλέξεις. Παντού διεξάγονται κωμικοτραγικές μάχες. Μάχες γελοίες. Μάχες μεταξύ γελωτοποιών και κλόουν. Εκδίδονται ετυμηγορίες και συνοπτικές αποφάσεις, στα γρήγορα, στο ποδάρι. «Θα σε σφάξω πριν σφαγώ. Θα σε σφάξω επειδή όλοι σφάζουν. Θα θυμηθώ τι είχες κάνει πριν δέκα χρόνια, πριν πέντε, πριν δεκαπέντε αιώνες». «Με την ίδια λύσσα θα σου επιτεθώ είτε είσαι μαρίδα είτε καρχαρίας. Είτε δημόσιος υπάλληλος είτε ιδιώτης».
Όσοι βρέθηκαν για κάποιο λόγο, κάποια εποχή «απ’ έξω», αυτοί είναι οι πιο αιμοσταγείς! «Τιμωρούν» τους «μέσα». Τώρα όλοι είναι «μέσα» και όλοι θέλουν να βγάλουν τον άλλον από τη μέση. Επικαλούμενοι κάποια παλιά ιστορία –ή την ίδια την Ιστορία. Ο καθένας θυμάται μια παλιά βεντέτα. Κι αν δεν θυμάται την εφευρίσκει. Κι αν δεν μπορεί να την εφεύρει, δεν αναζητά καν έναν λόγο, μια αφορμή, αρκεί που βρέθηκε κάποιος απέναντί του και του χιμάει. Πριν καν ακουστεί η απειλή, έχει αρχίσει το μαχαίρωμα. Όπου φτάνει η σπάθα, η λόγχη ή το ξίφος του καθενός. Άλλος το βυθίζει στα έντερα, άλλος στο μάτι, άλλος στην καρωτίδα, άλλος θα κόψει ένα αφτί –και κανείς δεν θα το πάρει από κάτω να το ξανακολλήσει. Λαλούν και ξαναλαλούν οι πετεινοί. Και μια και δυο και τρεις. Και χίλιες δεκατρείς φορές. Όσες και οι αρνήσεις.
Κόκκινη λάσπη. Αίμα και άμμος και σπέρμα και σκατά και εντόσθια χυμένα. Κάποιοι περιφέρονται με δύο κομμένα κεφάλια στο χέρι, άλλοι με άλλα μέλη, άλλοι φτιάχνουν κολιέ με κομμένα αυτιά. Κι ύστερα από λίγο πέφτουν και οι ίδιοι από χτύπημα ύπουλο, από πίσω. Κάποιος, που και που, σηκώνει φωνή: «Σταματήστε! Δεν πάει άλλο!». Αυτός τρώει τις περισσότερες μαχαιριές, τσεκουριές, μπαλταδιές, σφυριές. Τον πολτοποιούν με ένα: «Πως τολμάς, ρε αρχίδι;».
Κάποιοι αυτοκτονούν, ενώ έχουν ήδη καρφωμένο ένα στιλέτο στην πλάτη. Άλλοι αποκόπτουν τα γεννητικά τους όργανα και τα πετούν στο πρόσωπο κάποιου απέναντι. Άλλοι κάνουν προτάσεις για απόδραση από το στάδιο, παίρνοντας θέση πίσω από τα μυδράλια. Κι άλλοι κλαίνε και κλαίγονται την ίδια στιγμή που ξεριζώνουν μια καρδιά με τα δάχτυλά τους. Μεγαλύτερη αμαρτία: η επιβίωση. Όποιος το διαπράττει τιμωρείται αμείλικτα. «Διότι τα κατάφερε να επιζήσει!». Οι κάμερες καταγράφουν τη σφαγή ενώ την ίδια στιγμή την προβάλλουν στις μεγάλες οθόνες πάνω από την αρένα. Άρτος πασπαλισμένος με παχιές στρώσεις σπέρματος και θέαμα. Όλοι εναντίον όλων. Παίρνοντας «μάτι» το debate της ίδιας μας της παρακμής.
Αυτές οι εκλογές δεν έχουν πια τίποτα που να με αφορά. Όπως είπε και ο πρωταγωνιστής στο Trainspotting: “I choose not to choose...”
(πειραγμενο κειμενο του naftilou)