Παρασκευή 4 Μαΐου 2007

Η πατρίδα μου, μια ξένη χώρα

“Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.”
«Ονήσιλος», Παντελής Μηχανικός

Περάσαμε απέναντι, από το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου. Στην αρχή ένα σφίξιμο, λες και όλοι οι μύες είχαν τεντωθεί στο έσχατο σημείο. Οι αισθήσεις είχαν διεγερθεί και μια ανατριχίλα με διαπερνούσε. Οι μυρωδιές, το τοπίο. Όλα αλλιώτικα, ένας άλλος κόσμος.

Ανεβήκαμε τον Πενταδάκτυλο. Μετά από μια στροφή, άξαφνα, η θάλασσα της Κερύνειας. Κατηφορίσαμε αργά, βλέποντας την πόλη να διαγράφεται μπροστά μας. Παντού σημαίες, αγάλματα, πανό. Στο λιμανάκι, άναρχη τουριστική ανάπτυξη, μυρωδιά από διπλοτηγανισμένο λάδι, πινακίδες, ασχημονίες στα πρότυπα της Αγίας Νάπας. Δίπλα το κάστρο, το καράβι της Κερύνειας. Κιτς ψευτομουσειακές εκθέσεις, παραπλανητικές αναφορές για την ιστορία του τόπου. Αν τις πιστέψεις, θα μάθεις ότι από τους νεολιθικούς χρόνους η Κερύνεια πέρασε στους Οθωμανούς, μετά από σύντομες διαδοχές των δυτικών. Μια φράση με φτύνει στο πρόσωπο: “Girne, once known as Kyrenia….”. Στην κορυφή του κάστρου αγνάντεψα τη θάλασσα. Δεν ήξερα με ποιον να οργιστώ περισσότερο: με αυτούς που συστηματικά αλλοιώνουν ή με εμάς που είχαμε την ευκαιρία να ξαναγυρίσουμε και με την άρνηση μας, συναινέσαμε στη συνέχιση της τραγωδίας...

Πήραμε το δρόμο για ανατολικά, στον παραλιακό δρόμο για την Καρπασία. Χωρίς αίσθηση του χρόνου και των αποστάσεων. Οδηγούσα βυθισμένος σε σκέψεις που μου έρχονταν αλλόκοτα. Οι υπόλοιποι σιωπηλοί, προφανώς πελαγοδρομούσαν στα ίδια. Η άλλη πλευρά του Πενταδακτύλου. Βγαίνοντας από την Κερύνεια και για απόσταση χιλιομέτρων χιλιάδες εξοχικές κατοικίες, εκατοντάδες οικισμοί. Διαφημιστικές πινακίδες από τα real estate γραφεία που πουλάνε για 30 με 50 χιλιάδες λίρες ένα εξοχικό.

Στο μυαλό μου αντηχούσε η φωνή μιας άγνωστης κυρίας, που με είχε πάρει τηλέφωνο στο γραφείο τις προάλλες. Ήθελε να προσφύγει στο ΕΔΑΔ για την περιουσία της στη Λάπηθο. «Ξέρω ότι ό,τι τζιαι να γινεί, τζιαι να λυθεί, εν θα μας τα δώκουν πίσω. Έσιει 30 χρόνια περιπαίζουν μας. Εδιούσαν μας 6 λίρες το μήνα, πως ήμαστουν πρόσφυγες. Έχω 3 κόρες, ίντα που να τες κάμω; Επήρα τες, είδαν τα. Μα, εν εζιήσαν ποτζεί, τζιαι εν τα νώθουν δικά τους».

Φτάσαμε μέχρι το Μπογάζι κι από εκεί γυρίσαμε για Αμμόχωστο, «θαλασσινός ο κόρφος σου κι ανθοί στις αμασχάλες». Άλλα ονόματα, που σβήνουν τα πρώτα. Ξέρετε εσείς χωριό με το όνομα «Yeni Bogazici»; Ίσως ξέρει κάποιος τον Άγιο Σέργιο.... Ο δρόμος μας έβγαλε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Χωρίς συντήρηση, ζωσμένη σε μια ανείπωτη παρακμή. Πιο πέρα μια κλειδαμπαρωμένη εκκλησία. Από μια χαραμάδα, βλέπω την καταστροφή και μια αποφορά περιττωμάτων μου φέρνει αναγούλα. Πέσαμε πάνω σε ένα φυλάκιο που ελέγχει την πρόσβαση στα Βαρώσια. Ένας στρατιώτης μας λέει να φύγουμε. Πήρα το δρόμο του γυρισμού για την «κανονική» μου πατρίδα.

Η ιστορική μνήμη σβήνει. Ότι μαρτυρεί την παρουσία μας, καταστρέφεται. Ο κόσμος προσαρμόζεται, ξυπνάει και κοιμάται με την καθημερινή την έγνοια του. Την κρίσιμη ώρα παπαγαλίζει ηχηρές αρνήσεις. Σε λίγο καιρό, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο.
Στριφογυρίζει στο μνήμα του ο ποιητής: "Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων/ έφτασε στη Σαλαμίνα/ φρύαξε ο Ονήσιλος. Άλλο δεν άντεξε./ Άρπαξε το/ καύκαλό του και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.... "

2 σχόλια:

Aceras Anthropophorum είπε...

H διχοτόμηση που περιγράφεις είναι πολύ οδυνηρή πραγματικότα. Θέλει αρετήν και τόλμην η αντίστασις στή σιγουριά της καλοπέρασης, στην παράλυση από τις έγνοιες του εγώ και της ατομικής επιτυχίας, στην αδράνια ενός ξεπερασμένου πολιτικού συστήματος, στο φόβο της άγνωστης περιπέτειας. Χαίρομαι που τα άρθρα σου έχουν και αρετήν και τόλμην. Είναι σαν ένας δροσερός λίβας μετά τον καύσωνα και μακάρι να έχει πολλούς σαν εσένα η γενιά η δική σου.

Σε χαιρετώ

Sceptic Anonymous είπε...

@aceras: Εμένα το λεξικό μου στο λήμμα λίβας γράφει:

λίβας ο [lívas] O3 : 1. ξηρός και ιδιαίτερα θερμός άνεμος (ιδ. νοτιοδυτικός): O ~ έκαψε τα σπαρτά / τα αμπέλια. 2. (μτφ.) για κτ. το καταστροφικό: Oι κατακτητές πέρασαν σαν το λίβα από τον τόπο. [μσν. λίβας < ελνστ. λίψ, αιτ. λίβα]

Ίσως κάτι άλλο ήθελες να πεις;