Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2007

Η άσκηση δικηγορίας και το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο

Το σημερινό θέμα θα μπορούσε να ιδωθεί από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Το κοινοτικό δίκαιο, άλλωστε, δεν είναι μια μονοδιάστατη και στατική πηγή δικαίου, αλλά παρέχει μια ενδιαφέρουσα γκάμα νομικών προσεγγίσεων, που ρυθμίζουν κανονιστικά (και) την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.
Την 1η Φεβρουαρίου 2006, ο Γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) εξέδωσε τη γνώμη του για την υπόθεση C-202/04 Federico Cipolla v Rosaria Fazari. Σημειώνεται ότι η γνώμη του εισαγγελέα ακολουθείται στις πλείστες περιπτώσεις από το ΔΕΚ.
Η υπόθεση αφορούσε το ύψος της δικηγορικής αμοιβής και το κατά πόσο η ύπαρξη θεσμοθετημένων κατώτατων αμοιβών ήταν συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο. Το ιστορικό της υπόθεσης έχει δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με το περιεχόμενο της γνώμης του εισαγγελέα. Αν το ΔΕΚ την ακολουθήσει, τότε αυτό θα σημάνει και ανατροπή των μέχρι σήμερα ισχυόντων για τις αμοιβές των δικηγόρων στις χώρες της Ε.Ε.
Ο εισαγγελέας, λοιπόν, εξέτασε τη συμβατότητα της ύπαρξης θεσμοθετημένων κατώτατων αμοιβών των δικηγόρων σε σχέση με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών -μια από τις 4 βασικές ελευθερίες του κοινοτικού νομικού οικοδομήματος. Το άρθρο 49 της Συνθήκης ΕΚ απαγορεύει τους περιορισμούς στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών όταν αυτές παρέχονται από πολίτες κράτους-μέλους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικό κράτος-μέλος από αυτό στο οποίο ο λήπτης των υπηρεσιών βρίσκεται. Οι υπηρεσίες των δικηγόρων ενδέχεται να λάβουν και αυτή τη διακρατική μορφή. Κατά την άποψη του εισαγγελέα, οι κατώτατες αμοιβές συνιστούν έναν τέτοιο περιορισμό αφού δυνητικά εμποδίζουν τους δικηγόρους που είναι εγκατεστημένοι σε ένα κράτος να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ένα άλλο κράτος με κατώτερες αμοιβές από αυτές που προβλέπονται στο κράτος αυτό.
Ο εισαγγελέας διαφώνησε με την άποψη που εκφράστηκε από τα μέρη ότι η θέση κατώτατων αμοιβών διευκολύνει την ίση πρόσβαση των πολιτών στη Δικαιοσύνη. Διαφώνησε, επίσης, και με την γνώμη ότι οι αμοιβές αυτές διασφαλίζουν την πρέπουσα λειτουργία του νομικού επαγγέλματος, αφού η ποιότητα των δικηγορικών υπηρεσιών μπορεί να ελεγχθεί και με άλλα μέσα, λιγότερα περιοριστικά. Η Επιτροπή εισηγήθηκε 3 μέτρα: την ελεγχόμενη είσοδο στο επάγγελμα (numerus clausus) , την αύξηση των δυνατοτήτων των πελατών να διεκδικούν αποτελεσματικά τις αμοιβές των δικηγόρων και την αυστηρή εφαρμογή πειθαρχικών κανονισμών. Ο εισαγγελέας κατέληξε ότι οι κατώτατες αμοιβές αποτελούν περιορισμό στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών, ο οποίος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από οποιονδήποτε λόγο δημοσίου συμφέροντος.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Με την προϋπόθεση ότι το ΔΕΚ θα ακολουθήσει τη γνώμη του εισαγγελέα, όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα για τους όρους άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος θα αλλάξουν ριζικά, αφού θα ενταθεί ο ανταγωνισμός. Είναι προφανές ότι θα αυξηθεί η κινητικότητα ανάμεσα στα κράτη μέλη. Η ελευθεροποίηση αυτή ενδέχεται να ωθήσει τις αμοιβές προς τα κάτω -από την άλλη η ποιότητα των υπηρεσιών που θα παρέχονται παραμένει ένα ανοικτό ερώτημα. Πόσο θα επηρεαστεί η Κύπρος; Ενδεχομένως ελάχιστα, αν λάβει κανείς υπόψη το μέγεθος τη αγοράς. Ωστόσο, η αλλαγή αυτή ανοίγει μια πόρτα για την κάθοδο νομικών εταιρειών που θα παρέχουν ολοκληρωμένες υπηρεσίες και πέραν των αποκλειστικά νομικών. Είναι βέβαιο ότι το όλο ζήτημα θα απασχολήσει και τους Κύπριους δικηγόρους και θα είχε ενδιαφέρον η αντίδραση του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Η συνέχεια από το ΔΕΚ….

Δεν υπάρχουν σχόλια: